Ο φόβος των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής (διάβαζε ΔΕΗ), αλλά και των μεγάλων ενεργοβόρων βιομηχανιών, για τεχνητή αύξηση των δικαιωμάτων ρύπων στην Ευρώπη, φαίνεται ότι θα βγεί αληθινός. Με τα μέτρα που παρουσίασε την Πέμπτη η Κομισιόν, σε λίγο καιρό τα σημερινά πολύ χαμηλά επίπεδα τιμών στα οποία διαπραγματεύονται τα δικαιώματα εκπομπών CO2 θα είναι παρελθόν, με αποτέλεσμα να υπάρξει πολύ μεγάλη επιβάρυνση στο κόστος της ηλεκτροπαραγωγής και σε δεύτερο επίπεδο στις μεγάλες βιομηχανίες. Στη ΔΕΗ βλέπουν με τρόμο τις εξελίξεις, καθώς από την αρχή του 2013 παύει να ισχύει η δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων στις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες. Συνεπώς η ΔΕΗ θα πληρώνει για όλους τους ρύπους που εκπέμπει, οπότε η τιμή μονάδος είναι καθοριστική για το ύψος της συνολικής επιβάρυνσής της.
Για παράδειγμα τα κόστη παραγωγής της ΔΕΗ θα επιβαρυνθούν με περίπου 500 εκατ. ετησίως εάν οι τιμές των δικαιωμάτων «κάτσουν» στα 10 ευρώ ο τόνος, (χρειάζεται περίπου 50 εκατ. δικαιώματα ή 1,2 τόνους CO2 ανά mWh). Εάν οι τιμές μείνουν στα χαμηλά των 7 ευρώ τότε το ετήσιο κόστος των ρύπων θα πέσει στα 350 εκατ. ευρώ ενώ αντίθετα εάν φτάσουμε στα επίπεδα των 15 ευρώ ο τόνος τότε το κόστος εκτινάσσεται στα 750 εκατ. ευρώ. Φυσικά όλα αυτά τα κόστη θα μετακυληθούν υποχρεωτικά στην κατανάλωση καθώς τα τιμολόγια μέχρι το αργότερο τον Ιούνιο του 2013 πρέπει να είναι απολύτως κοστοβαρή.
Θυμίζουμε ότι το δηλωμένο κόστος παραγωγής της ΔΕΗ είναι 72,16 ευρώ/mWh δηλαδή οι ρύποι μπορεί να αντιπροσωπεύουν από το 10 έως και το 20% του συνολικού κόστους ανάλογα με τη διαμόρφωση των τιμών.
Ναι από τις ΑΠΕ
Βεβαίως μια τέτοια εξέλιξη είναι θετική για τις ΑΠΕ, καθώς μέρος από τα έσοδα από τη διάθεση των δικαιωμάτων ρύπων, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, κατευθύνεται στην ενίσχυση των ΑΠΕ.
«Τα μέτρα – εφόσον υιοθετηθούν από τα κράτη μέλη – θα ενισχύσουν την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, θα προσελκύσουν νέες επενδύσεις, ενώ θα οδηγήσουν σε επιπλέον αύξηση των εθνικών εσόδων της χώρας μας έως και 3 δις € ως το 2020. Πρόκειται για κεφάλαια που μπορούν να αξιοποιηθούν για την προώθηση ΑΠΕ, μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας για τα νοικοκυριά, καθώς και κοινωνικές παροχές» υποστηρίζουν χαρακτηριστικά οι περιβαλλοντικές οργανώσεις WWF Ελλάς και Greenpeace χαιρετίζοντας τα όσα παρουσίασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και καλώντας την ελληνική κυβέρνηση να τα υποστηρίξει.
Τα μέτρα
Τι προτείνει η Επιτροπή; Με ανακοίνωση της, η Κομισιόν κατέθεσε μέτρα για την ισχυροποίηση του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), μεταξύ των οποίων προσωρινή απόσυρση από την ευρωπαϊκή αγορά 900 εκατομμυρίων δικαιωμάτων εκπομπών και πιο φιλόδοξο στόχο μείωσης των συνολικών εκπομπών CO2 της Ευρώπης από 20% σε 30% ως το 2020. Στόχος των μέτρων είναι να δοθεί τεχνητή ώθηση στην αγορά των ρύπων, η οποία «χειμάζεται» σε τιμές της τάξης έως και κάτω από τα 7 ευρώ ο τόνος, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που πλήττει την Ευρώπη.
Ήδη, προεξοφλώντας προφανώς τις αποφάσεις της Κομισιόν, η αγορά σήμερα κινείται ανοδικά σε σχέση με τα χαμηλά του Ιουλίου. Τις προηγούμενες ημέρες οι δημοπρασίες που πραγματοποιήθηκαν στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια ρύπων (και στη λεωφόρο Αθηνών) έγιναν πάνω από τα επίπεδα των 8 ευρώ ο τόνος. Μάλιστα στη δευτερογενή αγορά, προ ημερών έσπασε το φράγμα των 9 ευρώ. Θυμίζουμε πάντως ότι την άνοιξη του 2011, ενάμιση χρόνο δηλαδή πριν την έναρξη της δεύτερης φάσης του ETS, τα δικαιώματα είχαν ξεπεράσει τα επίπεδα των 15 ευρώ ο τόνος.
Πλεόνασμα
Τα τελευταία έτη, το ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), ένας από τους κύριους μηχανισμούς περιορισμού των βιομηχανικών εκπομπών CO2 , έχει συσσωρεύσει ένα ολοένα αυξανόμενο πλεόνασμα δικαιωμάτων ρύπανσης. Άμεση συνέπεια ήταν η κατακόρυφη πτώση της τιμής CO2 και η συρρίκνωση των αναμενόμενων εσόδων για τα κράτη μέλη από τις ρυπογόνες βιομηχανίες. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες χάνουν κάθε ουσιαστικό κίνητρο να προχωρήσουν σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού των μεθόδων παραγωγής και να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα τους, αφού πλέον έχουν στα χέρια τους πληθώρα δικαιωμάτων ρύπανσης για πολλά χρόνια.
Δύο στρατόπεδα
Από τη μια πλευρά η αγορά των ΑΠΕ επιθυμεί διακαώς να περάσει η πρόταση της Κομισιόν, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε αυτόματα ότι η πράσινη ενέργεια αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και η αγορά των ανανεώσιμων θα έχει νέα ώθηση. Στον αντίποδα οι καταναλωτές με αιχμή του δόρατος τη βιομηχανία, μιλούν για αθέμιτη παρέμβαση στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, που θα εκτινάξει τα κόστη και θα δημιουργήσει ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την παραγωγή στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικές ήταν οι τελευταίες τοποθετήσεις του γερμανικού συνδέσμου βιομηχανιών χάλυβα αλλά και του ευρωπαϊκού συνδέσμου χάλυβα Eurofer, που προειδοποιούν για τις επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού κλάδου χάλυβα, από τις προωθούμενες αποφάσεις.
Αλλά και σε επίπεδο χωρών στη συζήτησης της Πέμπτης φάνηκε ότι αυξάνεται ο αριθμός των χωρών που αντιτάσσονται στο set aside. Έτσι εναντίον της πρότασης έχουν ξεκάθαρα ταχθεί η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία (η Ελληνική αντιπροσωπεία δεν πήρε θέση για το θέμα).
Φαίνεται ότι σε αυτήν την κρίσιμη φάση, αν και οι συσχετισμοί είναι σχεδόν ισοδύναμοι, επικρατούν οι φωνές υπέρ του set aside.
Ελλάδα
Υπό τις συνθήκες αυτές, ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση που θα τηρήσει στη συζήτηση η ελληνική πλευρά. Εάν δηλαδή θα υποστηρίξει την άποψη υπέρ της υιοθέτησης του set aside ή θα ταχθεί με τις χώρες που αντιδρούν στο μέτρο επικαλούμενες την αύξηση που θα επέλθει στο κόστος ενέργειας.
Αξίζει να αναφέρουν ότι ο πλέον ισχυρός πόλος που αντιδρά στην πρόταση της Κομισιόν είναι οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, οι οποίες κάνουν λόγο για καταστρατήγηση των βασικών αρχών της Ε.Ε. και της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, προειδοποιώντας ταυτόχρονα για τις επιπτώσεις που θα έχει το μέτρο στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Οι «πράσινοι»
Από την άλλη πλευρά, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις ρίχνουν το βάρος τους υπέρ των προτάσεων της Κομισιόν. «Αν και πρόκειται για ένα καταρχήν θετικό βήμα, απαιτούνται παρόλα αυτά ακόμα πιο γενναίες αποφάσεις, οι οποίες θα στείλουν ένα σαφές μήνυμα στους μεγαλύτερους ρυπαντές της ευρωπαϊκής βιομηχανίας – μεταξύ των οποίων βρίσκονται και μονάδες της ΔΕΗ. Επιπλέον, απαιτείται ο τερματισμός της αδικαιολόγητης πλέον δωρεάν παροχής δικαιωμάτων ρύπανσης σε ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως η χαλυβουργία και η τσιμεντοβιομηχανία» υποστηρίζουν WWF Ελλάς και Greenpeace.
«Δυστυχώς, η εφαρμογή του ΣΕΔΕ απέτυχε στον βασικό της στόχο, την πριμοδότηση δηλαδή των βιομηχανικών μονάδων που προχωρούν σε μέτρα μείωσης των εκπομπών τους. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι η διαστρέβλωση της λειτουργίας του συγκεκριμένου μηχανισμού, ο οποίος πλέον χρησιμοποιείται ως εργαλείο οικονομικής υποστήριξης της χειμαζόμενης βιομηχανίας. Η λήψη αποφάσεων που θα δώσουν εκ νέου ώθηση στον ΣΕΔΕ, θα τονώσει τις καινοτόμες και φιλικές στο περιβάλλον επενδύσεις» σχολιάζει ο Μιχάλης Προδρόμου, συνεργάτης του WWF Ελλάς σε θέματα κλιματικής αλλαγής και ενέργειας.
«Μία πιο ισχυρή αγορά ρύπων μεταφράζεται σε επιπλέον έσοδα δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ελλάδα, κεφάλαια που μπορούν να κατευθυνθούν σε μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας ώστε τα ελληνικά νοικοκυριά να απαλλαγούν οριστικά από το ακριβό πετρέλαιο. Η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να αναγνωρίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, να στηρίξει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και να μην γυρίσει την πλάτη σε μία ανέλπιστη πηγή εσόδων για βιώσιμες επενδύσεις», δηλώνει ο Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
από το http://www.energypress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου